- προαιδούμαι
- -έομαι, Αοφείλω εκ τών προτέρων σε κάποιον ευγνωμοσύνη για κάτι ή έχω υποχρέωση σε κάποιον για κάτι που έχει συμβεί προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + αἰδοῦμαι «αισχύνομαι, σέβομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.